χαλκοχυτικός,

χαλκοχυτικός,
η , ό[ν] меднолитейный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χαλκοχυτικός," в других словарях:

  • χαλκοχυτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκοχυτική η χαλκουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χυτικός (< χύνω / χέω). Το επίθ. χαλκοχυτικός μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»